υποβρυχιακός

υποβρυχιακός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υποβρύχια: Υποβρυχιακός στόλος.
2. αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια: Υποβρυχιακός πόλεμος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποβρυχιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποβρύχιο 2. (για πολεμικές επιχειρήσεις ή ασκήσεις) αυτός που διεξάγεται με υποβρύχια («υποβρυχιακός πόλεμος» ο πόλεμος με υποβρύχια που εγκαινίασαν και διεξήγαγαν οι Γερμανοί εναντίον τού θαλάσσιου… …   Dictionary of Greek

  • υποβρύχιος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στο βυθό της θάλασσας: Υποβρύχιες έρευνες. 2. υποβρυχιακός (βλ. λ.): Υποβρύχιος πόλεμος. 3. το ουδ. ως ουσ., υποβρύχιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”